- ἁλοσάνθινος
- ἁλοσ-άνθινος, η, ον,A prepared with efflorescence of salt,
οἶνος Dsc.5.76
tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶνος Dsc.5.76
tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλοσάνθινος — ἁλοσάνθινος, η, ον (Α) [αλόσανθον] (κρασί) εμπλουτισμένο με αλόσανθον, που χρησίμευε ως καθαρτικό … Dictionary of Greek
αλόσανθον — ἁλόσανθον, το (Α) λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα 2. αναλυτικά ἁλός + άνθος το φυτό αψίνθιον, αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς ός + ἄνθος. ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος] … Dictionary of Greek